μεταγράφεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεταγράφεις
- β' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος μεταγράφω
- να/ας μεταγράφεις: β' ενικό υποτακτικής ενεστώτα και αορίστου του ρήματος μεταγράφω
- θα μεταγράφεις: β' ενικό στιγμιαίου και εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος μεταγράφω