Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μεταγλωττιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεταγλωττίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταγλωττίζομαι
  3. θα μεταγλωττιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταγλωττίζομαι