μεταβιβάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεταβιβάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεταβιβάζω
- θα μεταβιβάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεταβιβάζω