Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσολάβησις < μεσολαβῶ, μεσο-λαβη- + -σις (-ησις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσολάβησις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία