μεσολάβησις
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεσολάβησις θηλυκό
- (οικονομία) η μεσολάβηση σε εμπορικές συναλλαγές (πιθανόν, η μεσιτεία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεσολάβησις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μεσολάβησις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].