μερώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μερώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μερώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μερώνω
- θα μερώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μερώνω