μεροληπτήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μεροληπτήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μεροληπτώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεροληπτώ
- θα μεροληπτήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεροληπτώ