μεθερμηνεύσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μεθερμηνεύσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μεθερμηνεύω
- θα μεθερμηνεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μεθερμηνεύω