μεγαλοφρόνως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοφρόνως < ελληνιστική κοινή μεγαλοφρόνως < αρχαία ελληνική μεγαλόφρων
Επίρρημα επεξεργασία
μεγαλοφρόνως
- (αρχαιοπρεπές) με μεγαλόφρονα τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοφρόνως
|