Ετυμολογία

επεξεργασία
μεγαληγορώ < μεγαληγορῶ στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική μεγαληγορέω-ῶ

μεγαληγορώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία