Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαψυλάκας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαψυλάκας
<
μάψ
(
μάταια
) +
ὑλάω
/
ὑλακτέω
/
ὑλακτῶ
(
γαβγίζω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαψῠλᾰ́κᾱς
αρσενικό
(
κυριολεκτικά
) αυτός που
μάταια
γαβγίζει
(
μεταφορικά
) αυτός που
επαναλαμβάνει
τα
ίδια