Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μαυλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μαυλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαυλίζω
  3. θα μαυλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαυλίζω