Ετυμολογία

επεξεργασία
ματζέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική manzeta

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ματζέτα θηλυκό (και σήμερα ως ιδιωματικό)

  • (θηλαστικό ζώο) νεαρή αγελάδα, δαμάλα
    ※  17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Β', στίχ. 316 (315-322) @anemi.lib.uoc.gr
    Κάλλιο, ντεττόρε Λούρα μου, τὸ λογισμὸ ν’ ἀλλάξῃς,
    καὶ μιὰ ματζέταν ὄμορφη παλιὰ νὰ βρῇς νὰ σφάξῃς,
    νὰ κάτσωμεν ἀπάνω τςι ζεστὰ ζεστὰ οἱ δυὸ μας
    νὰ τὴ ξεκοκκαλίσωμε στὸ γοῦϊ τῶν ὀχουθρῶ μας,
    νὰ κάμωμε μαγειρευτὴ κι ὁφτὴ μὲ τὴν ἀλιάδα,
    τρίπες, σγατζέτο καὶ φουκὶ καὶ πάρτη σοφεγάδα,
    πολπέτες καὶ τηγανιστὸ σκῶτι καὶ μουσταρδέλλες
    καί νὰ τςὶ ἀφήσῃς ’ς μιά μερὰ νιανιᾶ μου τςὶ κοπέλλες.
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 79.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία