ματαδιαβάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαματαδιαβάζω
- διαβάζω ξανά, ξαναδιαβάζω
- Το διαβάζω, το ματαδιαβάζω, νόημα πάλι δεν βγάζω
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- σαν το διαβάζω αλλά με λιγότερους τύπους (π.χ. δεν είναι δόκιμο το ματαδιαβασμένος)