Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μαστιγώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μαστιγώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαστιγώνω
  3. θα μαστιγώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαστιγώνω