μασκαρέψετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμασκαρέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μασκαρεύω
- θα μασκαρέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μασκαρεύω
μασκαρέψετε