Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μαρτύρησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μαρτυρώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μαρτυρώ