Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρκέ < ελληνική λέξη από το μάρκα με τονισμό που θυμίζει γαλλική λέξη όπως ήταν του συρμού κατά τον 20ο αιώνα

  Επίθετο

επεξεργασία

μαρκέ άκλιτο

  • που ανήκει σε μάρκα, σε κάποια φίρμα, που είναι άτυπα ή και νόμιμα πατενταρισμένο, συσκευές ή τμηματά τους που μπορούν να επισκευαστούν μόνον με επώνυμα εργαλεία της ίδιας, δηλαδή της κατασκευάστριας εταιρείας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία