Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μαραζιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαραζιάζω
  2. θα μαραζιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαραζιάζω