Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μανταλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μανταλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μανταλώνω
  3. θα μανταλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μανταλώνω