Ετυμολογία

επεξεργασία
μανδάμ < μαντάμ με υποτιθέμενη κυριλέ προφορά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανδάμ θηλυκό άκλιτο

  • ειρωνικότερα το (ειρωνικό) μαντάμ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία