μακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακό < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαμακό άκλιτο
- που είναι φτιαγμένος από τέτοιο ύφασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμακό ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μακό στη Βικιπαίδεια