μαθευτούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
μαθευτούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαθεύομαι
- θα μαθευτούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαθεύομαι
μαθευτούμε