Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μαθευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος μαθεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαθεύομαι
  3. θα μαθευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μαθεύομαι