μήγαρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μήγαρ < → λείπει η ετυμολογία
Μόριο επεξεργασία
μήγαρ και μήγαρι, μήγαρις, μηγάρι, μηγάρις
- (παρωχημένο) (μόνο στη δημοτική) μόριο δισταγμού σε ερωτηματική απάντηση: μήπως, μπας, σάματι
μήγαρ και μήγαρι, μήγαρις, μηγάρι, μηγάρις