Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάδησις < αρχαία ελληνική μάδησις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάδησις θηλυκό

  Δείτε επίσης: μάδημα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάδησις < μαδάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάδησις-εως

  • η απώλεια των μαλλιών
'μάδησίς τε ὅλης τῆς κεφαλῆς ἐγίνετο καὶ τοῦ γενείου καὶ... (Ιπποκρ. Επιδημιών Γ, Κατάστασις 4)

Συγγενικά επεξεργασία