Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λύτρωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
λύτρωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
λυτρώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
λυτρώνω