Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λυπηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λυπάμαι
  2. θα λυπηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λυπάμαι