λοξοκοιτάξουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λοξοκοιτάξουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λοξοκοιτάζω
- θα λοξοκοιτάξουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λοξοκοιτάζω