Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λοξοκοιτάξετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λοξοκοιτάζω
  2. θα λοξοκοιτάξετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λοξοκοιτάζω