Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

λοξέψουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λοξεύω
  2. θα λοξέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λοξεύω