Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

λοξέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λοξεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λοξεύω
  3. θα λοξέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λοξεύω