λοιδορήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λοιδορήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λοιδορώ
- θα λοιδορήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λοιδορώ
λοιδορήσουν