λογομαχήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλογομαχήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογομαχώ
- θα λογομαχήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογομαχώ
λογομαχήσουν