λογιστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλογιστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογίζομαι
- θα λογιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λογίζομαι