Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λογαριάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λογαριάζω
  2. θα λογαριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λογαριάζω