Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιτάνευσις
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιτάνευσις
<
λιτανεύ(ω)
+
-σις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιτάνευσις, -εως
θηλυκό
(
καθαρεύουσα
)
λιτάνευση