Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

λιποτάχτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος λιποταχτώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λιποταχτώ