λιθοστρώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λιθοστρώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιθοστρώνω
- θα λιθοστρώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιθοστρώνω