λιθογράφησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθογράφησις (μαρτυρείται από το 1853) [1] → και δείτε τη λέξη λιθογράφηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθογράφησις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 606, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου