λιθοβολούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λιθοβολούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος λιθοβολώ
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιθοβολούμαι | λιθοβολούμουν | θα λιθοβολούμαι | να λιθοβολούμαι | ||
β' ενικ. | λιθοβολείσαι | λιθοβολούσουν | θα λιθοβολείσαι | να λιθοβολείσαι | ||
γ' ενικ. | λιθοβολείται | λιθοβολούνταν | θα λιθοβολείται | να λιθοβολείται | ||
α' πληθ. | λιθοβολούμαστε | λιθοβολούμασταν λιθοβολούμαστε |
θα λιθοβολούμαστε | να λιθοβολούμαστε | ||
β' πληθ. | λιθοβολείστε | λιθοβολούσασταν λιθοβολούσαστε |
θα λιθοβολείστε | να λιθοβολείστε | λιθοβολείστε | |
γ' πληθ. | λιθοβολούνται | λιθοβολούνταν | θα λιθοβολούνται | να λιθοβολούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιθοβολήθηκα | θα λιθοβοληθώ | να λιθοβοληθώ | λιθοβοληθεί | ||
β' ενικ. | λιθοβολήθηκες | θα λιθοβοληθείς | να λιθοβοληθείς | λιθοβολήσου | ||
γ' ενικ. | λιθοβολήθηκε | θα λιθοβοληθεί | να λιθοβοληθεί | |||
α' πληθ. | λιθοβοληθήκαμε | θα λιθοβοληθούμε | να λιθοβοληθούμε | |||
β' πληθ. | λιθοβοληθήκατε | θα λιθοβοληθείτε | να λιθοβοληθείτε | λιθοβοληθείτε | ||
γ' πληθ. | λιθοβολήθηκαν λιθοβοληθήκαν(ε) |
θα λιθοβοληθούν(ε) | να λιθοβοληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λιθοβοληθεί | είχα λιθοβοληθεί | θα έχω λιθοβοληθεί | να έχω λιθοβοληθεί | λιθοβολημένος | |
β' ενικ. | έχεις λιθοβοληθεί | είχες λιθοβοληθεί | θα έχεις λιθοβοληθεί | να έχεις λιθοβοληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λιθοβοληθεί | είχε λιθοβοληθεί | θα έχει λιθοβοληθεί | να έχει λιθοβοληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λιθοβοληθεί | είχαμε λιθοβοληθεί | θα έχουμε λιθοβοληθεί | να έχουμε λιθοβοληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λιθοβοληθεί | είχατε λιθοβοληθεί | θα έχετε λιθοβοληθεί | να έχετε λιθοβοληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λιθοβοληθεί | είχαν λιθοβοληθεί | θα έχουν λιθοβοληθεί | να έχουν λιθοβοληθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιθοβολούμαι
|