λιγοστέψετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λιγοστέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιγοστεύω
- θα λιγοστέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιγοστεύω
λιγοστέψετε