Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λιγοστέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λιγοστεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιγοστεύω
  3. θα λιγοστέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιγοστεύω