Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ληστέψουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ληστεύω
  2. θα ληστέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ληστεύω