Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ληστέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ληστεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ληστεύω
  3. θα ληστέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ληστεύω