λησμονήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλησμονήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λησμονώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λησμονώ
- θα λησμονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λησμονώ