λευκοσιδηρούς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λευκοσιδηρούς < λευκοσίδηρος + -ούς
Επίθετο
επεξεργασίαλευκοσιδηρούς
- που έχει κατασκευαστεί από λευκοσίδηρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λευκοσιδηρούς
|
λευκοσιδηρούς
|