λεμφαγγεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεμφαγγεῖον: → δείτε τη λέξη λεμφαγγείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεμφαγγεῖον, -ου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το λεμφαγγείο
Πηγές
επεξεργασία- λεμφαγγεῖα - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .