Ετυμολογία

επεξεργασία

λελυσόμενος < λύω

λελυσόμενος αρσενικό

  • μετοχή μέσου συντελεσμένου μέλλοντα του ρήματος λύω στην ονομαστική ενικού
→ δείτε τη λέξη  λύω