Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λασίβος < (άμεσο δάνειο) ιταλική lascivo

  Επίθετο επεξεργασία

λασίβος, -α, -ον

  Πηγές επεξεργασία