λαμπυρίσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλαμπυρίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαμπυρίζω
- θα λαμπυρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαμπυρίζω
λαμπυρίσουμε